- ἡνιοχευτικός
- ἡνιοχευτικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηνιοχευτικός — ἡνιοχευτικός, ή, όν (Α) [ηνιοχεύω] ηνιοχικός («ἡνιοχευτική ἀρετή», Σχόλ. στον Πίνδ.). επίρρ... ἡνιοχευτικῶς με ηνιοχευτικό τρόπο … Dictionary of Greek
ἡνιοχευτικά — ἡνιοχευτικός neut nom/voc/acc pl ἡνιοχευτικά̱ , ἡνιοχευτικός fem nom/voc/acc dual ἡνιοχευτικά̱ , ἡνιοχευτικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχευτικαί — ἡνιοχευτικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχευτικοῖς — ἡνιοχευτικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχευτικοί — ἡνιοχευτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχευτική — ἡνιοχευτικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡνιοχευτικήν — ἡνιοχευτικός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)